- βιβλιόσημο(ν)
- τό1) гербовая пошлина (на учебники); 2) экслибрис
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βιβλιόσημο — το ένσημο ειδικό για βιβλία: Το ελληνικό δημόσιο επικολλούσε βιβλιόσημο στα παλιότερα σχολικά βιβλία, για να εισπράττει φόρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιβλιόσημο — το 1. κινητό επίσημα ιδιοκτησίας ενός βιβλίου, στην εσωτερική όψη του εξωφύλλου, έντυπο ή φωτογραφημένο 2. ένσημο στα σχολικά βιβλία για την είσπραξη φόρου υπέρ του Δημοσίου … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek